- ελαττωματικός
- -ή, -ό1. (για έμψυχα) αυτός που έχει σωματική ατέλεια («γεννήθηκε ελαττωματικός»)2. (για άψυχα) αυτός που λειτουργεί πλημμελώς («ελαττωματικός φωτισμός»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελαττωματικός — ή, ό επίρρ. ά 1. (για έμψυχα), που έχει κάποιο ελάττωμα σωματικό ή πνευματικό. 2. (για πράγματα, πράξεις, λειτουργίες κτλ.), που έχει σημαντική έλλειψη, η οποία μειώνει την αξία ή τη χρησιμότητά του: Ελαττωματική κλειδαριά. – Ελαττωματική όραση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλημμελής — ές, ΝΜΑ νεοελλ. ελλιπής (α. «πλημμελής εργασία» β. «πλημμελής εκτέλεση καθήκοντος») μσν. αρχ. 1. παράφωνος 2. λαθεμένος, ελαττωματικός 3. δυσάρεστος, προσβλητικός. επίρρ... πλημμελώς / πλημμελῶς, ΝΜΑ κατά τρόπο πλημμελή, ελαττωματικά ή λαθεμένα.… … Dictionary of Greek
άμορος — (I) ἄμορος, ον (Α) [μόρος] 1. (με γεν.) στερημένος, αμέτοχος «ἄμορος τέκνων» (Ευρ.) 2. απόλ. κακότυχος, κακομοίρης «κακὸν κακῶς νιν ἄμορον ἐκτρῑψαι βίον» (Σοφ.). (II) η, ον 1. άφαντος «έγινεν άμορος» 2. το ουδ. ως ουσ. άμορο, το το ποντίκι.… … Dictionary of Greek
άτελος — η, ο 1. ατελής, ελαττωματικός 2. ημιτελής … Dictionary of Greek
ανεπαρκής — ές 1. μη επαρκής, ελλιπής, ελαττωματικός 2. ανάξιος, ανίκανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επαρκής. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Σκαρλάτου Βυζάντιου] … Dictionary of Greek
απόριγμα — κ. απόρριμμα, το 1. ό,τι πετιέται ως περιττό, άχρηστο υπόλειμμα, σκουπίδι 2. πρόωρο γέννημα, έκτρωμα 3. έκτρωση, αποβολή εμβρύου 4. άνθρωπος (ή ζώο) ελαττωματικός, μισερός … Dictionary of Greek
ατελής — Γένος πλατύρρινων πιθήκων της τάξης των πρωτευόντων θηλαστικών. Περιλαμβάνει διάφορα είδη, που ζουν στην Κεντρική και Νότια Αμερική κατ’ αγέλες στα ισημερινά δάση. Ένα είδος που ζει στη Βραζιλία (ateles paniscus) έχει σώμα λεπτό, μικρό κεφάλι,… … Dictionary of Greek
ελαττονώ — (I) ἐλαττονῶ ( έω) (Α) 1. παίρνω λιγότερα 2. δίνω λιγότερα 3. είμαι ελαττωματικός 4. μεσ. ἐλαττονοῡμαι έχω ανάγκη, χρειάζομαι 5. παθ. ἐλαττονοῡμαι μειώνομαι, ελαττώνομαι από την κατανάλωση. (II) ἐλαττονῶ ( όω) (AM) ελαττώνω, μειώνω … Dictionary of Greek
ευτελής — ές (ΑΜ εὐτελής, ές) 1. αυτός που έχει χαμηλή τιμή, φθηνός, προσιτός, οικονομικός, ολιγοδάπανος, ολιγοέξοδος 2. (συνεκδ. για καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες, πράγματα) ανάξιος λόγου, αυτός που είναι κατώτερης ποιότητας, ο μειονεκτικός, ο… … Dictionary of Greek
κακορίζικος — και κακορρίζικος η, ο (Μ κακορ(ρ)ίζικος, η, ον) 1. αυτός που έχει κακό ριζικό, κακότυχος, άτυχος, δυστυχής 2. δύστροπος, στριμμένος, ανάποδος 3. μάταιος («ω κακοριζικότατες ελπίδες τών ανθρώπω», Ερωφ.) νεοελλ. ελαττωματικός από τη γέννηση ή την… … Dictionary of Greek